μνέσκω

μνέσκω
και μνήσκω και μνίσκω
βλ. λ. μεινίσκω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεινίσκω — και μεινέσκω και μενέσκω και μνέσκω και μνίσκω 1. παύω, σταματώ 2. προσηλώνομαι, αφοσιώνομαι 3. παραμένω σε μια κατάσταση ή διάθεση 4. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, γίνομαι 5. παραμένω στην ίδια θέση, μένω ακίνητος 6. χρονοτριβώ 7. διατηρούμαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”